- σκουτλάριος
- (I)ὁ, Ακατασκευαστής ψηφιδωτών ή χρωματιστών ψηφίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutularius (< λατ. scutula), βλ. λ. σκούτλα].————————(II)ὁ, Αειδικότητα των ξιφομάχων ή κατηγορία ένθερμων οπαδών τών ξιφομάχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «σκυτάλη» (βλ. λ. σκυτάλη) + κατάλ. -arius].
Dictionary of Greek. 2013.